-
1 φιάλλω
A undertake, take in hand, set about a thing, found twice in codd. of Ar.,οὐδὲ φιαλεῖς V. 1348
; : acc. to Eust.1403.16 it is shortd. for ἐφιάλλω; hence Bentley restored οὐδ' ἐφιαλεῖς and ἔργῳ 'φιαλοῦμεν.
См. также в других словарях:
φιάλλω — και ἐφιάλλω Α 1. αναλαμβάνω, επιχειρώ κάτι («ὅπως ἕργῳ φιαλοῡμεν», Αριστοφ.) 2. (Σχόλ. Αριστοφ.) «φιαλεῑν μὲν κυρίως τὸ τῇ φιάλῃ πίνειν, νῡν δ ἴσως καὶ κακεμφάτως». [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μέλλ. φιαλεῖς, φιαλοῦμεν, που απαντούν στον Αριστοφ., έχουν… … Dictionary of Greek